- κατευνάζω
- (AM κατευνάζω)ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.)μσν.-αρχ.τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε», Σοφ.β. «ἐν τρητοῑσι κατηύνασθεν λεχέεσσιν», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. προσδιορίζω τόπο, κατάλυμα σε κάποιον («ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν», Ευρ.)2. παρέχω σε κάποιον ανάπαυση, ανακούφιση από κάτι3. μέσ. κατευνάζομαιαδρανοποιούμαι, γίνομαι νωθρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὐνάζω «βάζω κάποιον στο κρεβάτι, αποκοιμίζω». Η κυριολ. αρχική αυτή σημασία εξελίχθηκε σε μεταφορική «καταπραΰνω, καθησυχάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.